- ἐπινήχυτος
- ἐπινήχῠτος, ον,A = νήχυτος, abundant,
δῶρα Orph.A.39
,312.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δῶρα Orph.A.39
,312.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπινήχυτα — ἐπινήχυτος abundant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήχυτος — νήχυτος, ον (Α) 1. αυτός που ρέει με αφθονία, που χύνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «νήχυτον ὕδωρ» β. «νήχυτος ἱδρώς») 2. (για νεαρούς βλαστούς) ο γεμάτος από χυμό, εύχυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετη λ. σε χυτος (< χέω), πρβλ. αμφί χυτος,… … Dictionary of Greek